- στερεωματίζω
- στερε-ωμᾰτίζω,A stamp, trample out, Aq.2 Ki. 22.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερεωματίζω — Α [στερέωμα, ώματος] 1. καταπατώ, ποδοπατώ 2. συνεκδ. εκμηδενίζω … Dictionary of Greek